λιπωμάτωση

λιπωμάτωση
η
ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση στον υποδόριο ιστό μεγάλου αριθμού λιπωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipomatosis < νεολατ. lipomatosis (< λίπωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

  • σκληρολιπωμάτωση — η, Ν ιατρ. αλλοίωση τού λιπώδους ιστού χαρακτηριζόμενη από διάμεση σκλήρυνση και αύξηση τού όγκου και τού αριθμού τών λιποκυττάρων, αλλοίωση η οποία στα πεπτικά όργανα εκδηλώνεται με πάχυνση και σκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”